- συνέκδημος
- ο, / συνέκδημος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πληθ. συνέγδαμοι, οἱ, Α(το αρσ. ως κύριο όν.) Συνέκδημοςσπουδαίο έργο πολιτικής και διοικητικής γεωγραφίας τής πρώιμης βυζαντινής περιόδου το οποίο υπήρξε βασική πηγή για όλα τα μεταγενέστερα σχετικά έργανεοελλ.λειτουργικό βιβλίο μικρού σχήματος που περιέχει σύντομες προσευχές, ψαλμούς, κ.λπ.μσν.1. φορητός2. καθετί που μεταφέρεται για να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια πορείας («συνέκδημον κολλούριον», Αέτ.)3. φρ. «συνέκδημα συντάγματα» — εγκόλπια συγγράμματα (Παύλ. Αιγ.)μσν.-αρχ.συναπόδημος, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἔκδημος «απόδημος»].
Dictionary of Greek. 2013.